-
1 μερμηρίζω
I intr., to be anxious or thoughtful, to be in doubt: folld. by ὡς, etc., μερμήριζε κατὰ φρένα, ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ was debating how he should.., Il.2.3;μερμήριξε.., ὅππως ἐξαπάφοιτο Διὸς νόον 14.159
;μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι νῆες Od.9.554
: more freq. διάνδιχα μερμήριξεν, ἢ.., ἦε .. debated anxiously whether.., or.., Il.1.189; μερμήριξε δ' ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, ἢ.., ἦ .. 5.671; δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν, ἢ.., ἦ .. Od.22.333; δίχα θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει, ἢ.., ἦ .. 16.73: c. [tense] aor. inf., διάνδιχα μ., ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι debated anxiously with himself, whether to turn back and fight (or not..), Il.8.167, cf. Od.10.438: with inf. in first clause and ἦ in second,μερμήριξε.. κύσσαι καὶ περιφῦναι.., ἦ πρῶτ' ἐξερέοιτο 24.235
sq.: c. acc. rei, ἦ τιπερὶ Τρώων.. μερμηρίζεις; Il.20.17.II trans., devise, contrive,πολλὰ φρεσὶ μερμηρίζων Od.1.427
;ἀεικέα μ. 4.533
, al.;δόλον.. ἐνὶ φρεσὶ μ. 2.93
; φόνον ἡμῖν μερμηρίζει ib. 325; .—[dialect] Ep. Verb, censured in Prose by Luc.Hist.Conscr. 22, Bis Acc.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μερμηρίζω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский